Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


filarmònico  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [filarˈmɔniko]

1 φίλος της μουσικής
2 φιλαρμονική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  filarmonica filastrocca  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

filare (ρ. μτβ.)
filaria (θηλ.ουσ)
filarino (ουσ αρσ )
filariosi (θηλ.ουσ)
filarmonica (θηλ.ουσ)
filarmonico (αρσ. επίθ και ουσ)
filastrocca (θηλ.ουσ)
filatelia (θηλ.ουσ)
filatelica (θηλ.ουσ)
filatelico (ουσ αρσ )
filatelico (επίθ.)
filaticcio (ουσ αρσ )
filato (ουσ αρσ )
filato (επίθ.)
filatoio (ουσ αρσ )
filatore (ουσ αρσ )
filatore (επίθ.)
filatrice (θηλ.ουσ)
filatterio (ουσ αρσ )
filatura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---