Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfifóne
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [fiˈfone] 1 κιοτής 2 κλανιάρης 3 χέστης 4 ψοφοδεής 5 φοβητσιάρης 6 λιγόψυχος 7 σκιαζάρης permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |