Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fienàio  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fjeˈnajo]

1 σχετικός με ζωοτροφή από χόρτα ή σανό
2 σχετικός με το σανό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fienagione fienicoltura  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiduciario (επίθ.)
fiduciosamente (επίρ.)
fiducioso (επίθ.)
fiele (ουσ αρσ )
fienagione (θηλ.ουσ)
fienaio (επίθ.)
fienicoltura (θηλ.ουσ)
fienile (ουσ αρσ )
fieno (ουσ αρσ )
fiera (θηλ.ουσ)
fieramente (επίρ.)
fierezza (θηλ.ουσ)
fieristico (επίθ.)
fiero (επίθ.)
fievole (επίθ.)
fievolmente (επίρ.)
fifa (θηλ.ουσ)
fifone (ουσ αρσ )
figaro (ουσ αρσ )
figgere (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---