Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fìdo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfido]

1 πιστός ακόλουθος
2 αφοσιωμένος οπαδός
3 πίστωση
4 πιστωτικό όριο

fìdo  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈfido]

1 δοσμένος
2 προσηλωμένος
3 αφοσιωμένος
4 πιστός
5 αφιερωμένος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fidiaco fiducia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fideiussione (θηλ.ουσ)
fideiussore (ουσ αρσ )
fidente (επίθ.)
Fidia (ουσ αρσ )
fidiaco (επίθ.)
fido (ουσ αρσ )
fido (επίθ.)
fiducia (θηλ.ουσ)
fiduciario (ουσ αρσ )
fiduciario (επίθ.)
fiduciosamente (επίρ.)
fiducioso (επίθ.)
fiele (ουσ αρσ )
fienagione (θηλ.ουσ)
fienaio (επίθ.)
fienicoltura (θηλ.ουσ)
fienile (ουσ αρσ )
fieno (ουσ αρσ )
fiera (θηλ.ουσ)
fieramente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---