Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fidàto  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [fiˈdato]

1 έγκυρος
2 υπεύθυνος
3 φερέγγυος
4 έμπιστος
5 αξιόχρεος
6 αξιόπιστος
7 συνεπής
8 εχέγγυος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fidatezza fidecommesso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fidanzato (αρσ. επίθ και ουσ)
fidare (ρ.αμτβ.)
fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fideismo (ουσ αρσ )
fideista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fideistico (επίθ.)
fideiussione (θηλ.ουσ)
fideiussore (ουσ αρσ )
fidente (επίθ.)
Fidia (ουσ αρσ )
fidiaco (επίθ.)
fido (ουσ αρσ )
fido (επίθ.)
fiducia (θηλ.ουσ)
fiduciario (ουσ αρσ )
fiduciario (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---