Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fidanzàto  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [fidanˈtsato]

αρραβωνιαστικός, αρραβωνιαστικιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fidanzata fidare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ficus (ουσ αρσ )
fidanzamento (ουσ αρσ )
fidanzare (ρ. μτβ.)
fidanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fidanzata (θηλ.ουσ)
fidanzato (αρσ. επίθ και ουσ)
fidare (ρ.αμτβ.)
fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fideismo (ουσ αρσ )
fideista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fideistico (επίθ.)
fideiussione (θηλ.ουσ)
fideiussore (ουσ αρσ )
fidente (επίθ.)
Fidia (ουσ αρσ )
fidiaco (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---