Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόfidanzàto
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό Προσφορά I.P.A.: [fidanˈtsato] αρραβωνιαστικός, αρραβωνιαστικιά permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |