Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fidàre  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fiˈdare]

1 στηρίζομαι σε αξιοπιστία κάποιου
2 βασίζομαι
3 αναμένω με εμπιστοσύνη

fidàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈdare]

εμπιστεύομαι

fidarsi  
ρήμα μέσο* (αντωνυμιακό)

Προσφορά I.P.A.: [fiˈdarsi]

εμπιστεύομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fidanzato fidatezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fidanzamento (ουσ αρσ )
fidanzare (ρ. μτβ.)
fidanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fidanzata (θηλ.ουσ)
fidanzato (αρσ. επίθ και ουσ)
fidare (ρ.αμτβ.)
fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fideismo (ουσ αρσ )
fideista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fideistico (επίθ.)
fideiussione (θηλ.ουσ)
fideiussore (ουσ αρσ )
fidente (επίθ.)
Fidia (ουσ αρσ )
fidiaco (επίθ.)
fido (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---