Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fidanzàre  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [fidanˈtsare]

1 λογοδίνω για γάμο
2 μνηστεύομαι
3 αρραβωνιάζομαι
4 δίνω το λόγο μου
5 δεσμεύομαι

fidanzàrsi  
ρήμα μέσο αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [fidanˈtsarsi]

αρραβωνιάζομαι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fidanzamento fidanzata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fiche (θηλ.ουσ)
ficheto (ουσ αρσ )
fico (ουσ αρσ )
ficus (ουσ αρσ )
fidanzamento (ουσ αρσ )
fidanzare (ρ. μτβ.)
fidanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fidanzata (θηλ.ουσ)
fidanzato (αρσ. επίθ και ουσ)
fidare (ρ.αμτβ.)
fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fideismo (ουσ αρσ )
fideista (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
fideistico (επίθ.)
fideiussione (θηλ.ουσ)
fideiussore (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---