Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fichéto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [fiˈketo]

περιοχή κατάφυτη με συκιές


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  fiche fico  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fica (θηλ.ουσ)
ficcanaso (ουσ αρσ και θηλ.)
ficcare (ρ. μτβ.)
ficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
fiche (θηλ.ουσ)
ficheto (ουσ αρσ )
fico (ουσ αρσ )
ficus (ουσ αρσ )
fidanzamento (ουσ αρσ )
fidanzare (ρ. μτβ.)
fidanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fidanzata (θηλ.ουσ)
fidanzato (αρσ. επίθ και ουσ)
fidare (ρ.αμτβ.)
fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)
fideismo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---