Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


fiche  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈfiʃ]

1 κάρτα ευρετηρίου
2 μάρκα (σε καζίνο κλπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ficcarsi ficheto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

fibula (θηλ.ουσ)
fica (θηλ.ουσ)
ficcanaso (ουσ αρσ και θηλ.)
ficcare (ρ. μτβ.)
ficcarsi (ρ.μ. (αντων.))
fiche (θηλ.ουσ)
ficheto (ουσ αρσ )
fico (ουσ αρσ )
ficus (ουσ αρσ )
fidanzamento (ουσ αρσ )
fidanzare (ρ. μτβ.)
fidanzarsi (ρ. μ. αμτβ.)
fidanzata (θηλ.ουσ)
fidanzato (αρσ. επίθ και ουσ)
fidare (ρ.αμτβ.)
fidare (ρ. μτβ.)
fidarsi (ρ.μ. (αντων.))
fidatezza (θηλ.ουσ)
fidato (επίθ.)
fidecommesso (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---