Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cavedàgna (θηλ.ουσ) càvo (επίθ.)
cavédano (ουσ αρσ ) cavolàia (θηλ.ουσ)
cavèdio (ουσ αρσ ) cavolàta (θηλ.ουσ)
cavèrna (θηλ.ουσ) cavolfióre (ουσ αρσ )
cavernìcolo (αρσ. επίθ και ουσ) càvolo (ουσ αρσ )
cavernóso (επίθ.) càzza (θηλ.ουσ)
cavétto (ουσ αρσ ) cazzàre (ρ. μτβ.)
cavézza (θηλ.ουσ) cazzàta (θηλ.ουσ)
càvia (θηλ.ουσ) càzzo (ουσ αρσ )
caviàle (ουσ αρσ ) cazzottàre (ρ. μτβ.)
cavìcchia (θηλ.ουσ) cazzottarsi (ρ.μ. (αντων.))
cavìcchio (ουσ αρσ ) cazzottatùra (θηλ.ουσ)
cavicòrno (επίθ.) cazzòtto (ουσ αρσ )
cavìglia (θηλ.ουσ) cazzuòla (θηλ.ουσ)
caviglièra (θηλ.ουσ) ce (προσωπ. αντων.)
caviglière (ουσ αρσ ) cèca (θηλ.ουσ)
cavillàre (ρ. μτβ. και αμετβ.) cecàggine (θηλ.ουσ)
cavillatóre (αρσ. επίθ και ουσ) cecchìno (ουσ αρσ )
cavillatùra (θηλ.ουσ) céce (ουσ αρσ )
cavìllo (ουσ αρσ ) cecìdio (ουσ αρσ )
cavillosità (θηλ.ουσ) cecità (θηλ.ουσ)
cavillóso (επίθ.) cèco (ουσ αρσ )
cavità (θηλ.ουσ) cèco (επίθ.)
cavitazióne (θηλ.ουσ) Cecoslovàcchia, Cecoslovacchìa (κύρ.όν. θηλ.)
càvo (ουσ αρσ ) cedènte (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Pagina precedentePagina successiva

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από: