Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cecchìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧekˈkino]

1 αποστάτης
2 κάποιος που ψηφίζει μυστικά κατά του κόμματος του
3 δεινός σκοπευτής
4 ελεύθερος σκοπευτής


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cecaggine cece  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cazzotto (ουσ αρσ )
cazzuola (θηλ.ουσ)
ce (προσωπ. αντων.)
ceca (θηλ.ουσ)
cecaggine (θηλ.ουσ)
cecchino (ουσ αρσ )
cece (ουσ αρσ )
cecidio (ουσ αρσ )
cecità (θηλ.ουσ)
ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)
Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---