ItalianoGreco


cedevolézza  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧedevoˈlettsa]

1 ευλυγισία
2 προσαρμοστικότητα
3 συγκαταβατικότητα
4 ενδοτικότητα
5 υποχωρητικότητα
6 ελαστικότητα


permalink



Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z



---CACHE---