Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèdere  
ρήμα αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛdere]

(arrendersi) υποχωρώ

cèdere  
ρήμα μεταβατικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛdere]

παραχωρώ


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cedenza cedevole  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ceco (ουσ αρσ )
ceco (επίθ.)
Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)
cedolare (θηλ. επίθ και ουσ)
cedrangolo (ουσ αρσ )
cedrata (θηλ.ουσ)
cedrina (θηλ.ουσ)
cedro (ουσ αρσ )
ceduo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---