Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cedévole  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈdevole]

1 υπάκουος
2 ενδοτικός
3 πρόθυμος
4 ευπειθής
5 ελαστικός
6 υποχωρητικός
7 μαλακός
8 ευλύγιστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cedere cedevolezza  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Cecoslovacchia (κύρ.όν. θηλ.)
cedente (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
cedenza (θηλ.ουσ)
cedere (ρ.αμτβ.)
cedere (ρ. μτβ.)
cedevole (επίθ.)
cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)
cedolare (θηλ. επίθ και ουσ)
cedrangolo (ουσ αρσ )
cedrata (θηλ.ουσ)
cedrina (θηλ.ουσ)
cedro (ουσ αρσ )
ceduo (αρσ. επίθ και ουσ)
cefalalgia (θηλ.ουσ)
cefalico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---