Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèdola  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛdola]

κουπόνι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cedimento cedolare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cedevolezza (θηλ.ουσ)
cedibile (επίθ.)
cedibilità (θηλ.ουσ)
cediglia (θηλ.ουσ)
cedimento (ουσ αρσ )
cedola (θηλ.ουσ)
cedolare (θηλ. επίθ και ουσ)
cedrangolo (ουσ αρσ )
cedrata (θηλ.ουσ)
cedrina (θηλ.ουσ)
cedro (ουσ αρσ )
ceduo (αρσ. επίθ και ουσ)
cefalalgia (θηλ.ουσ)
cefalico (επίθ.)
cefalina (θηλ.ουσ)
cefalo (ουσ αρσ )
Cefalonia (κύρ.όν. θηλ.)
cefalopodi (ουσ αρσ πληθ.)
ceffata (θηλ.ουσ)
ceffo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---