Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèffo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛffo]

1 άσχημη φάτσα
2 ρύγχος
3 μουσούδα
4 μυτάρα
5 φάτσα
6 μούτρα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ceffata ceffonare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cefalina (θηλ.ουσ)
cefalo (ουσ αρσ )
Cefalonia (κύρ.όν. θηλ.)
cefalopodi (ουσ αρσ πληθ.)
ceffata (θηλ.ουσ)
ceffo (ουσ αρσ )
ceffonare (ρ. μτβ.)
ceffone (ουσ αρσ )
Cefiso (κύρ.όν. αρσ.)
celare (ρ. μτβ.)
celarsi (ρ. μ. αμτβ.)
celata (θηλ.ουσ)
celeberrimo (ουσ αρσ )
celebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celebrare (ρ. μτβ.)
celebrativo (επίθ.)
celebratore (αρσ. επίθ και ουσ)
celebrazione (θηλ.ουσ)
celebre (επίθ.)
celebrità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---