Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèffo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛffo] 1 άσχημη φάτσα 2 ρύγχος 3 μουσούδα 4 μυτάρα 5 φάτσα 6 μούτρα permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |