Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ceffóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧefˈfone]

1 σκαμπίλι
2 μπάτσισμα
3 σφαλιάρα
4 μπάτσος
5 κόλαφος
6 χαστούκι
7 μπάτσα
8 μπατσιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ceffonare Cefiso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

Cefalonia (κύρ.όν. θηλ.)
cefalopodi (ουσ αρσ πληθ.)
ceffata (θηλ.ουσ)
ceffo (ουσ αρσ )
ceffonare (ρ. μτβ.)
ceffone (ουσ αρσ )
Cefiso (κύρ.όν. αρσ.)
celare (ρ. μτβ.)
celarsi (ρ. μ. αμτβ.)
celata (θηλ.ουσ)
celeberrimo (ουσ αρσ )
celebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celebrare (ρ. μτβ.)
celebrativo (επίθ.)
celebratore (αρσ. επίθ και ουσ)
celebrazione (θηλ.ουσ)
celebre (επίθ.)
celebrità (θηλ.ουσ)
celenterati (ουσ αρσ πληθ.)
celere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---