Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


Cèfiso
κύριο όνομα αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛfiso]

ο Κηφισσός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ceffone celare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cefalopodi (ουσ αρσ πληθ.)
ceffata (θηλ.ουσ)
ceffo (ουσ αρσ )
ceffonare (ρ. μτβ.)
ceffone (ουσ αρσ )
Cefiso (κύρ.όν. αρσ.)
celare (ρ. μτβ.)
celarsi (ρ. μ. αμτβ.)
celata (θηλ.ουσ)
celeberrimo (ουσ αρσ )
celebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celebrare (ρ. μτβ.)
celebrativo (επίθ.)
celebratore (αρσ. επίθ και ουσ)
celebrazione (θηλ.ουσ)
celebre (επίθ.)
celebrità (θηλ.ουσ)
celenterati (ουσ αρσ πληθ.)
celere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celerino (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---