Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


celebèrrimo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeleˈbɛrrimo]

1 ξακουστός
2 διάσημος
3 πασίγνωστος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  celata celebrante  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

ceffone (ουσ αρσ )
Cefiso (κύρ.όν. αρσ.)
celare (ρ. μτβ.)
celarsi (ρ. μ. αμτβ.)
celata (θηλ.ουσ)
celeberrimo (ουσ αρσ )
celebrante (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celebrare (ρ. μτβ.)
celebrativo (επίθ.)
celebratore (αρσ. επίθ και ουσ)
celebrazione (θηλ.ουσ)
celebre (επίθ.)
celebrità (θηλ.ουσ)
celenterati (ουσ αρσ πληθ.)
celere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celerino (ουσ αρσ )
celerità (θηλ.ουσ)
celesta (θηλ.ουσ)
celeste (ουσ αρσ και θηλ.)
celeste (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---