Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


celerità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeleriˈta]

1 σβελτάδα
2 ταχύτητα
3 σβελτοσύνη
4 γρηγοράδα
5 γρηγοροσύνη


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  celerino celesta  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

celebre (επίθ.)
celebrità (θηλ.ουσ)
celenterati (ουσ αρσ πληθ.)
celere (αρσ και θηλ. επίθ και ουσ.)
celerino (ουσ αρσ )
celerità (θηλ.ουσ)
celesta (θηλ.ουσ)
celeste (ουσ αρσ και θηλ.)
celeste (επίθ.)
celestiale (επίθ.)
celestino (επίθ.)
celia (θηλ.ουσ)
celiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
celiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
celibato (ουσ αρσ )
celibe (επίθ.)
celicola (ουσ αρσ και θηλ.)
celidonia (θηλ.ουσ)
cella (θηλ.ουσ)
cellerario (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---