Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèlibe  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛlibe]

άγαμος (-η, -ο), ανύπαντρος (-η, -ο)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  celibato celicola  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

celestino (επίθ.)
celia (θηλ.ουσ)
celiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
celiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
celibato (ουσ αρσ )
celibe (επίθ.)
celicola (ουσ αρσ και θηλ.)
celidonia (θηλ.ουσ)
cella (θηλ.ουσ)
cellerario (ουσ αρσ )
cellofan (ουσ αρσ )
cellophane (ουσ αρσ )
cellula (θηλ.ουσ)
cellulare (αρσ. επίθ και ουσ)
cellulite (θηλ.ουσ)
celluloide (θηλ.ουσ)
cellulosa (θηλ.ουσ)
cellulosico (επίθ.)
celluloso (επίθ.)
celoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---