Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


celibàto  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeliˈbato]

1 εργενιλίκι
2 αγαμία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  celiare celibe  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

celestiale (επίθ.)
celestino (επίθ.)
celia (θηλ.ουσ)
celiaco (αρσ. επίθ και ουσ)
celiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
celibato (ουσ αρσ )
celibe (επίθ.)
celicola (ουσ αρσ και θηλ.)
celidonia (θηλ.ουσ)
cella (θηλ.ουσ)
cellerario (ουσ αρσ )
cellofan (ουσ αρσ )
cellophane (ουσ αρσ )
cellula (θηλ.ουσ)
cellulare (αρσ. επίθ και ουσ)
cellulite (θηλ.ουσ)
celluloide (θηλ.ουσ)
cellulosa (θηλ.ουσ)
cellulosico (επίθ.)
celluloso (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---