Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cellulàre  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧelluˈlare]

telefonia το κινητό


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cellula cellulite  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


telefono [αρσ.] cellulare = το κινητό τηλέφωνο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cella (θηλ.ουσ)
cellerario (ουσ αρσ )
cellofan (ουσ αρσ )
cellophane (ουσ αρσ )
cellula (θηλ.ουσ)
cellulare (αρσ. επίθ και ουσ)
cellulite (θηλ.ουσ)
celluloide (θηλ.ουσ)
cellulosa (θηλ.ουσ)
cellulosico (επίθ.)
celluloso (επίθ.)
celoma (ουσ αρσ )
celosia (θηλ.ουσ)
celotomia (θηλ.ουσ)
cembalista (ουσ αρσ και θηλ.)
cembalo (ουσ αρσ )
cembro (ουσ αρσ )
cementare (ρ. μτβ.)
cementazione (θηλ.ουσ)
cementiere (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---