Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cémbalo  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧembalo]

1 κύμβαλο
2 ντέφι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cembalista cembro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

celluloso (επίθ.)
celoma (ουσ αρσ )
celosia (θηλ.ουσ)
celotomia (θηλ.ουσ)
cembalista (ουσ αρσ και θηλ.)
cembalo (ουσ αρσ )
cembro (ουσ αρσ )
cementare (ρ. μτβ.)
cementazione (θηλ.ουσ)
cementiere (ουσ αρσ )
cementiero (αρσ. επίθ και ουσ)
cementificio (ουσ αρσ )
cementista (ουσ αρσ και θηλ.)
cementizio (επίθ.)
cemento (ουσ αρσ )
cementoamianto (ουσ αρσ )
cena (θηλ.ουσ)
cenacolo (ουσ αρσ )
cenare (ρ.αμτβ.)
cenciaiolo (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---