Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcenciaiòlo
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧenʧaˈjɔlo] 1 παλαιοπώλης 2 ρακοσυλλέκτης 3 παλιατζής permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |