Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcenerògnolo, cenerógnolo
επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧeneˈrɔɲɲolo], [ʧeneˈroɲɲolo] γκρίζος ανοιχτός permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |