Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cenòbio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeˈnɔbjo]

κοινόβιο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cenno cenobita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cenestesi (θηλ.ουσ)
cenestesico (επίθ.)
cengia (θηλ.ουσ)
cennamella (θηλ.ουσ)
cenno (ουσ αρσ )
cenobio (ουσ αρσ )
cenobita (ουσ αρσ )
cenobitico (επίθ.)
cenotafio (ουσ αρσ )
cenozoico (ουσ αρσ )
cenozoico (επίθ.)
censimento (ουσ αρσ )
censire (ρ. μτβ.)
censito (αρσ. επίθ και ουσ)
censitore (ουσ αρσ )
censo (ουσ αρσ )
censore (ουσ αρσ )
censorio (επίθ.)
censura (θηλ.ουσ)
censurabile (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---