Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


censùra  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈsura]

1 λογοκρισία
2 επιβολή περικοπών σε πνευματικά έργα ή σε ειδήσεις
3 αποδοκιμασία
4 συμβούλιο λογοκρισίας
5 αυστηρή κριτική


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  censorio censurabile  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

censito (αρσ. επίθ και ουσ)
censitore (ουσ αρσ )
censo (ουσ αρσ )
censore (ουσ αρσ )
censorio (επίθ.)
censura (θηλ.ουσ)
censurabile (επίθ.)
censurare (ρ. μτβ.)
censuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
centaurea (θηλ.ουσ)
centauro (ουσ αρσ )
centellinare (ρ. μτβ.)
centellino (ουσ αρσ )
centenario (ουσ αρσ )
centenario (επίθ.)
centennale (ουσ αρσ )
centennale (επίθ.)
centenne (ουσ αρσ και θηλ.)
centenne (επίθ.)
centennio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---