Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentaurèa, centàurea
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧentawˈrɛa], [ʧenˈtawrea] φυτό centaury umbellatum permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |