Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentàuro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtawro] 1 κένταυρος 2 μοτοσικλετιστής αγώνων ταχύτητας permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |