Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centellìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentelˈlino]

1 γουλιά
2 ρουφηξιά


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centellinare centenario  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

censurare (ρ. μτβ.)
censuratore (αρσ. επίθ και ουσ)
centaurea (θηλ.ουσ)
centauro (ουσ αρσ )
centellinare (ρ. μτβ.)
centellino (ουσ αρσ )
centenario (ουσ αρσ )
centenario (επίθ.)
centennale (ουσ αρσ )
centennale (επίθ.)
centenne (ουσ αρσ και θηλ.)
centenne (επίθ.)
centennio (ουσ αρσ )
centesimale (επίθ.)
centesimo (ουσ αρσ )
centigrado (επίθ.)
centigrammo (ουσ αρσ )
centilitro (ουσ αρσ )
centimetrare (ρ. μτβ.)
centimetro (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---