Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centennàle  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentenˈnale]

εκατονταετηρίδα

centennàle  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧentenˈnale]

1 εγκόσμιος
2 κοσμικός (μη κληρικός)
3 εκατόχρονος


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centenario centenne  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centauro (ουσ αρσ )
centellinare (ρ. μτβ.)
centellino (ουσ αρσ )
centenario (ουσ αρσ )
centenario (επίθ.)
centennale (ουσ αρσ )
centennale (επίθ.)
centenne (ουσ αρσ και θηλ.)
centenne (επίθ.)
centennio (ουσ αρσ )
centesimale (επίθ.)
centesimo (ουσ αρσ )
centigrado (επίθ.)
centigrammo (ουσ αρσ )
centilitro (ουσ αρσ )
centimetrare (ρ. μτβ.)
centimetro (ουσ αρσ )
centina (θηλ.ουσ)
centinaio (ουσ αρσ )
centinare (ρ. μτβ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---