Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centinàio  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentiˈnajo]

η εκατοντάδα


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centina centinare  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


un centinaio [αρσ.] di persone [θηλ. πλυθ.] = καμμιά εκατοστή άτομα


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centigrammo (ουσ αρσ )
centilitro (ουσ αρσ )
centimetrare (ρ. μτβ.)
centimetro (ουσ αρσ )
centina (θηλ.ουσ)
centinaio (ουσ αρσ )
centinare (ρ. μτβ.)
centinatura (θηλ.ουσ)
centista (ουσ αρσ και θηλ.)
cento (επίθ.)
centochilometri (θηλ.ουσ)
centodieci (ουσ αρσ )
centometrista (ουσ αρσ και θηλ.)
centomila (επίθ.)
centomillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
centone (ουσ αρσ )
centonovelle (ουσ αρσ )
centopiedi (ουσ αρσ )
centotredici (ουσ αρσ )
centraggio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---