Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centotrédici  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentoˈtrediʧi]

εκατόν δεκατρία


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centopiedi centraggio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centomila (επίθ.)
centomillesimo (τακτ. αριθμ. επίθ.)
centone (ουσ αρσ )
centonovelle (ουσ αρσ )
centopiedi (ουσ αρσ )
centotredici (ουσ αρσ )
centraggio (ουσ αρσ )
centrale (θηλ.ουσ)
centrale (επίθ.)
centralinista (ουσ αρσ )
centralinista (θηλ.ουσ)
centralino (ουσ αρσ )
centralismo (ουσ αρσ )
centralità (θηλ.ουσ)
centralizzare (ρ. μτβ.)
centralizzato (επίθ.)
centralizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
centralizzazione (θηλ.ουσ)
centrare (ρ. μτβ.)
centrattacco (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---