Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centralìno  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentraˈlino]

το τηλεφωνικό κέντρο


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centralinista centralismo  >>

Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματα


centralino [αρσ.] = το τηλεφωνικό κέντρο


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centraggio (ουσ αρσ )
centrale (θηλ.ουσ)
centrale (επίθ.)
centralinista (ουσ αρσ )
centralinista (θηλ.ουσ)
centralino (ουσ αρσ )
centralismo (ουσ αρσ )
centralità (θηλ.ουσ)
centralizzare (ρ. μτβ.)
centralizzato (επίθ.)
centralizzatore (αρσ. επίθ και ουσ)
centralizzazione (θηλ.ουσ)
centrare (ρ. μτβ.)
centrattacco (ουσ αρσ )
centratura (θηλ.ουσ)
centravanti (ουσ αρσ )
centrico (επίθ.)
centrifuga (θηλ.ουσ)
centrifugare (ρ. μτβ.)
centrifugazione (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---