Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentràle
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtrale] η κεντρική έδρα centràle επίθετο Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtrale] κεντρικός (-ή, -ό) permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcentrale [θηλ.] di polizia = τα κεντρικά γραφεία της αστυνομίας || centrale [θηλ.] elettrica = η ηλεκτρική μονάδα || Grecia [θηλ.] Centrale = η στερεά Ελλάδα || Grecia [θηλ.] continentale = η στερεά Ελλάδα || navata [θηλ.] centrale = το κεντρικό κλίτος Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |