Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcentralizzazióne
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧentraliddzatˈtsjone] 1 συγκεντρωτισμός 2 συγκέντρωση δραστηριοτήτων στο κέντρο permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |