Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centrìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtrista]

κεντρώος

centrìsta  
επίθετο

Προσφορά I.P.A.: [ʧenˈtrista]

1 μετριοπαθής
2 κεντρικός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centrismo centro  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centrifugazione (θηλ.ουσ)
centrifugo (επίθ.)
centrino (ουσ αρσ )
centripeto (επίθ.)
centrismo (ουσ αρσ )
centrista (ουσ αρσ και θηλ.)
centrista (επίθ.)
centro (ουσ αρσ )
centroattacco (ουσ αρσ )
centroavanti (ουσ αρσ )
centrocampista (ουσ αρσ και θηλ.)
centrocampo (ουσ αρσ )
centrodestra (ουσ αρσ )
centrodestro (ουσ αρσ )
centroeuropeo (επίθ.)
centromediano (ουσ αρσ )
centromero (ουσ αρσ )
centrosinistra (ουσ αρσ )
centrosinistro (ουσ αρσ )
centrosoma (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---