Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcèntro, céntro
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛntro], [ˈʧentro] το κέντρο permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcentro [αρσ.] commerciale = το εμπορικό κέντρο Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |