Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


centrocampìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧentrokamˈpista]

παίκτης κέντρου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centroavanti centrocampo  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centrista (ουσ αρσ και θηλ.)
centrista (επίθ.)
centro (ουσ αρσ )
centroattacco (ουσ αρσ )
centroavanti (ουσ αρσ )
centrocampista (ουσ αρσ και θηλ.)
centrocampo (ουσ αρσ )
centrodestra (ουσ αρσ )
centrodestro (ουσ αρσ )
centroeuropeo (επίθ.)
centromediano (ουσ αρσ )
centromero (ουσ αρσ )
centrosinistra (ουσ αρσ )
centrosinistro (ουσ αρσ )
centrosoma (ουσ αρσ )
centrosostegno (ουσ αρσ )
centrotavola (ουσ αρσ )
centroterzino (ουσ αρσ )
centuplicare (ρ. μτβ.)
centuplo (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---