Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cèntuplo  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧɛntuplo]

1 εκατονταπλάσιος
2 εκατονταπλός


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  centuplicare centuria  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

centrosoma (ουσ αρσ )
centrosostegno (ουσ αρσ )
centrotavola (ουσ αρσ )
centroterzino (ουσ αρσ )
centuplicare (ρ. μτβ.)
centuplo (αρσ. επίθ και ουσ)
centuria (θηλ.ουσ)
centurione (ουσ αρσ )
ceppaia (θηλ.ουσ)
ceppata (θηλ.ουσ)
ceppo (ουσ αρσ )
cera (θηλ.ουσ)
ceraiolo (ουσ αρσ )
ceralacca (θηλ.ουσ)
ceramica (θηλ.ουσ)
ceramico (επίθ.)
ceramista (ουσ αρσ και θηλ.)
ceraseto (ουσ αρσ )
ceraste (ουσ αρσ )
ceratura (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---