Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


ceramìsta  
ουσιαστικό αρσενικό και θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧeraˈmista]

1 πηλουργός
2 πηλοπλάστης
3 τσουκαλάς
4 σταμνάς
5 κανατάς
6 αγγειοπλάστης
7 κεραμοποιός
8 κεραμέας
9 κεραμιδάς


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  ceramico ceraseto  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cera (θηλ.ουσ)
ceraiolo (ουσ αρσ )
ceralacca (θηλ.ουσ)
ceramica (θηλ.ουσ)
ceramico (επίθ.)
ceramista (ουσ αρσ και θηλ.)
ceraseto (ουσ αρσ )
ceraste (ουσ αρσ )
ceratura (θηλ.ουσ)
cerbero (ουσ αρσ )
cerbiatto (ουσ αρσ )
cerbottana (θηλ.ουσ)
cerca (θηλ.ουσ)
cercafughe (ουσ αρσ )
cercametalli (ουσ αρσ )
cercamine (ουσ αρσ )
cercapersone (ουσ αρσ )
cercare (ρ. μτβ.)
cercata (θηλ.ουσ)
cercatore (αρσ. επίθ και ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---