Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cercapersóne  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [,ʧerkaperˈsone]

συσκευή ειδοποίησης (με μπιπ)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cercamine cercare  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerbottana (θηλ.ουσ)
cerca (θηλ.ουσ)
cercafughe (ουσ αρσ )
cercametalli (ουσ αρσ )
cercamine (ουσ αρσ )
cercapersone (ουσ αρσ )
cercare (ρ. μτβ.)
cercata (θηλ.ουσ)
cercatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cerchia (θηλ.ουσ)
cerchiaio (ουσ αρσ )
cerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cerchiata (θηλ.ουσ)
cerchiatura (θηλ.ουσ)
cerchietto (ουσ αρσ )
cerchio (ουσ αρσ )
cerchione (ουσ αρσ )
cereale (ουσ αρσ )
cereale (επίθ.)
cerealicolo (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---