Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cérchia  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ˈʧerkja]

1 παρέα
2 περίβολος
3 δακτύλιος
4 κύκλος
5 δακτυλίδι


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cercatore cerchiaio  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cercamine (ουσ αρσ )
cercapersone (ουσ αρσ )
cercare (ρ. μτβ.)
cercata (θηλ.ουσ)
cercatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cerchia (θηλ.ουσ)
cerchiaio (ουσ αρσ )
cerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cerchiata (θηλ.ουσ)
cerchiatura (θηλ.ουσ)
cerchietto (ουσ αρσ )
cerchio (ουσ αρσ )
cerchione (ουσ αρσ )
cereale (ουσ αρσ )
cereale (επίθ.)
cerealicolo (επίθ.)
cerealicoltura (θηλ.ουσ)
cerebrale (θηλ. επίθ και ουσ)
cerebralismo (ουσ αρσ )
cerebralità (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---