Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerchiàre  
ρήμα μεταβατικό και αμετάβατο

Προσφορά I.P.A.: [ʧerˈkjare]

1 περιβάλλω
2 δένω με σιδερένια στεφάνια (βαρέλια)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerchiaio cerchiata  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cercare (ρ. μτβ.)
cercata (θηλ.ουσ)
cercatore (αρσ. επίθ και ουσ)
cerchia (θηλ.ουσ)
cerchiaio (ουσ αρσ )
cerchiare (ρ. μτβ. και αμετβ.)
cerchiata (θηλ.ουσ)
cerchiatura (θηλ.ουσ)
cerchietto (ουσ αρσ )
cerchio (ουσ αρσ )
cerchione (ουσ αρσ )
cereale (ουσ αρσ )
cereale (επίθ.)
cerealicolo (επίθ.)
cerealicoltura (θηλ.ουσ)
cerebrale (θηλ. επίθ και ουσ)
cerebralismo (ουσ αρσ )
cerebralità (θηλ.ουσ)
cerebroleso (αρσ. επίθ και ουσ)
cerebropatia (θηλ.ουσ)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---