Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerebroléso  
αρσενικό επίθετο και ουσιαστικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerebroˈlezo]

ο της εγκεφαλοπάθειας


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerebralità cerebropatia  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerealicolo (επίθ.)
cerealicoltura (θηλ.ουσ)
cerebrale (θηλ. επίθ και ουσ)
cerebralismo (ουσ αρσ )
cerebralità (θηλ.ουσ)
cerebroleso (αρσ. επίθ και ουσ)
cerebropatia (θηλ.ουσ)
cerebrospinale (επίθ.)
cereo (αρσ. επίθ και ουσ)
cereria (θηλ.ουσ)
ceretta (θηλ.ουσ)
cerimonia (θηλ.ουσ)
cerimoniale (ουσ αρσ )
cerimoniale (επίθ.)
cerimoniere (ουσ αρσ )
cerimoniosamente (επίρ.)
cerimoniosità (θηλ.ουσ)
cerimonioso (επίθ.)
cerino (ουσ αρσ )
cerio (ουσ αρσ )

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---