Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cerimoniosità  
ουσιαστικό θηλυκό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerimonjosiˈta]

cerimoniosità (f)


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerimoniosamente cerimonioso  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerimonia (θηλ.ουσ)
cerimoniale (ουσ αρσ )
cerimoniale (επίθ.)
cerimoniere (ουσ αρσ )
cerimoniosamente (επίρ.)
cerimoniosità (θηλ.ουσ)
cerimonioso (επίθ.)
cerino (ουσ αρσ )
cerio (ουσ αρσ )
cernecchio (ουσ αρσ )
cernere (ρ. μτβ.)
cernia (θηλ.ουσ)
cerniera (θηλ.ουσ)
cerniere (ουσ αρσ )
cernita (θηλ.ουσ)
cernitrice (θηλ.ουσ)
cero (ουσ αρσ )
cerone (ουσ αρσ )
ceroplastica (θηλ.ουσ)
ceroplastico (επίθ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---