Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcernièra
ουσιαστικό θηλυκό Προσφορά I.P.A.: [ʧerˈnjɛra] ο μεντεσές permalink
Φράσεις, ιδιωματισμοί, παραδείγματαcerniera [θηλ.] lampo = το φερμουάρ Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |