Ιταλοελληνικό λεξικό
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικόcernière
ουσιαστικό αρσενικό Προσφορά I.P.A.: [ʧerˈnjɛre] 1 βαρέλι ή δεξαμενή φρέσκου νερού πλοίου 2 βρύση πλοίου ή ναυπηγείου permalink
Sfoglia il dizionarioA B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z
|
Ën piemontèis |