Ιταλοελληνικό λεξικό



Donazione
Πηγαίνετε στο ελληνο-ιταλικό λεξικό


cernière  
ουσιαστικό αρσενικό

Προσφορά I.P.A.: [ʧerˈnjɛre]

1 βαρέλι ή δεξαμενή φρέσκου νερού πλοίου
2 βρύση πλοίου ή ναυπηγείου


permalink
Συνεχίζεται παρακάτω

<<  cerniera cernita  >>


Sfoglia il dizionario

A B C D E F G H I J K L M N O P Q R S T U V W X Y Z

cerio (ουσ αρσ )
cernecchio (ουσ αρσ )
cernere (ρ. μτβ.)
cernia (θηλ.ουσ)
cerniera (θηλ.ουσ)
cerniere (ουσ αρσ )
cernita (θηλ.ουσ)
cernitrice (θηλ.ουσ)
cero (ουσ αρσ )
cerone (ουσ αρσ )
ceroplastica (θηλ.ουσ)
ceroplastico (επίθ.)
ceroso (επίθ.)
cerotico (επίθ.)
cerotto (ουσ αρσ )
cerretano (ουσ αρσ )
cerreto (ουσ αρσ )
cerro (ουσ αρσ )
certame (ουσ αρσ )
certamente (επίρ.)

Περιηγηθείτε στο Ιταλο-Ελληνικό Λεξικό από:

---CACHE---